- μηρυκίζω
- μηρυκίζωpres subj act 1st sgμηρυκίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μηρυκίζω — (Α) μηρυκώμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μηρυκάζω] … Dictionary of Greek
μηρυκιζόντων — μηρυκίζω pres part act masc/neut gen pl μηρυκίζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκίζει — μηρυκίζω pres ind mp 2nd sg μηρυκίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκίζοντα — μηρυκίζω pres part act neut nom/voc/acc pl μηρυκίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκιζόμεναι — μηρυκίζω pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκίζεσθαι — μηρυκίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκίζεται — μηρυκίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκίζοντες — μηρυκίζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
μηρυκισμός — και μαρυκισμός, ὁ (Α) [μηρυκίζω] ο μηρυκασμός … Dictionary of Greek